Μια υπόγεια πόλη υφαίνει τον ιστό της Απρόσμενες παραστάσεις μιας αταξινόμητης Αθήνας συσπειρώνουν ένα ετερόκλητο κοινό και τροφοδοτούν χώρους που αιφνιδιάζουνΓράφουν οι Νικος Βατοπουλος, Ηλιας Μαγκλινης, Δημητρης Ρηγοπουλος, Ολγα Σελλα
Ενα μεσημέρι στην οδό Κολοκοτρώνη. Χαζεύεις τις αυτοσχέδιες αφίσες που καλύπτουν τη μισή τζαμαρία ενός μπαρ. Κάποιες επιδεικνύουν αυτάρεσκα τις γραφιστικές τους φιλοδοξίες, άλλες, εντελώς τυποποιημένες, μεταδίδουν το μήνυμά τους: μια συναυλία στο πατάρι ενός δισκοπωλείου, ένα θεατρικό έργο σε κάποιο μπαρ του κέντρου, η νέα παραγωγή μίας ακροβατικής ομάδας σε ένα χώρο που δεν ήξερες ότι υπάρχει. Και μετά η έκπληξη του φίλου σου για ένα σπίτι «κάπου στη Βουλιαγμένης» που ανοίγει το σαλόνι του για να στεγάσει θέατρο τσέπης, ρεσιτάλ λυρικών τραγουδιστών ή κάποια ξεχασμένη ταινία. Και, φυσικά, η δική σου εμπειρία, όταν μία φαινομενικά αδιάφορη βραδινή έξοδος οδήγησε στην αποκάλυψη ενός νέου πολυφωνικού συγκροτήματος που ένωσε τη δημιουργική δίψα εννιά νέων γυναικών. Τι είναι όλος αυτός ο παράδοξος κόσμος που υπάρχει και δεν υπάρχει, που δεν εμφανίζεται πουθενά, σε καμία τηλεόραση και σε καμία λίστα διασκέδασης και, ωστόσο, κάθε βράδυ υφαίνει τα δικά του δίχτυα για να συναντηθεί με το ετερόκλητο, αταξινόμητο κοινό των μπαρ, του Ιντερνετ και όχι μόνο; Είναι σαν μια δεύτερη Αθήνα, υπόγεια, ανεξερεύνητη, χειροποίητη, να δημιουργεί κάθε βράδυ τις δικές της διαδρομές συσπειρώνοντας μικρές καλλιτεχνικές ομάδες που θέλουν κάτι να μας πουν. Η ανάγκη τους να εκφράσουν αυτό το οποίο δύσκολα εκφράζεται σε περισσότερο συμβατικούς χώρους υποστηρίζει με τη σειρά της αυτόνομους πόλους, διάσπαρτους μέσα στην πόλη, μικρές νησίδες που στήνονται από το τίποτα: σε αστικά σαλόνια, σε μπαρ, σε παλιά συνεργεία. Μια αλυσίδα που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από παλιές και νέες ανάγκες: την περιέργεια, την έλξη του νέου και, κυρίως, την πιεστική ανάγκη να δοθεί φωνή σε όσους αισθάνονται να μην εκπροσωπούνται από τη μέινστριμ Αθήνα. Ειλισσός Το σπίτι της γιαγιάς Ανέβαινα τις σκάλες αυτού του παλιού σπιτιού, στις αρχές της Βουλιαγμένης, περίπου στο «πουθενά», χωρίς να ξέρω καλά καλά ούτε τι θα συναντήσω ούτε για ποιο λόγο είχα επιλέξει Σάββατο βράδυ να ήμουν εκεί. Εγώ ήμουν ο «καινούργιος», η παρέα μου «ήξερε». Είχα μπει ήδη στο χολ ενός σπιτιού, όπου κόψαμε εισιτήρια (15 ευρώ) και στο βάθος σε ένα δωμάτιο που κάποτε μπορεί να ήταν τραπεζαρία ή κάμαρα, ήταν το καπνιστήριο. Κρασί δωρεάν σε καράφες για τους θεατές. Ενα άλλο δωμάτιο ήταν το καμαρίνι και η γκαρνταρόμπα. Είμασταν ήδη όλοι μια μεγάλη παρέα, λίγο αμήχανη είναι η αλήθεια, γιατί νιώθαμε σαν καλεσμένοι σε ένα πάρτι όπου δεν γνωρίζαμε κανένα. «Θα περάσετε μέσα»… Ο Βασίλης Κρητικός, που εκτός από καλλιτεχνικός διευθυντής του χώρου είναι και λίγο «οικοδεσπότης», είχε καταλάβει προφανώς ότι προσπαθούσα να βρω το στίγμα μου και μου έδειξε την κυρίως αίθουσα. Εκεί θα δινόταν η παράσταση. Ηταν ένα αστικό σαλόνι, με τραπεζαρία και βαριές καρέκλες, και στον ένα τοίχο, που είχε αφεθεί γυμνός, θα υπήρχαν προβολές. «Ηταν το σπίτι της γιαγιάς μου», ψιθύρισε η διακριτική οικοδέσποινα, που πολύ επιδέξεια έκανε τα πάντα να λειτουργούν αθόρυβα. Διαλέξαμε τις θέσεις μας, πήραμε και το κρασί μας μέσα και περιμέναμε σαν παιδιά να σβήσουν τα φώτα. Υπήρχε ένα στοιχείο αυτοσχεδιασμού, αλλά και μια αδημονία για το «καινούργιο». Ο κόσμος μαζεύτηκε σιγά σιγά, μέτρησα 30 - 35 άτομα, από 20τόσο έως 50τόσο, πολύ μικρές συντροφιές που κρατούσαν την ανάσα τους. Γόνατα σχεδόν σε επαφή, λίγο πιο στενά από ό,τι σε αίθουσα αναμονής ιατρείου, μόνο που εδώ υπήρχε μια μαγεία. Γύρω γύρω οι θεατές, όλοι περιμετρικά, δεν είχες να φοβηθείς κανένα καπέλο σε κομψό κεφάλι ή ακούρευτο «γίγαντα» να κάθεται μπροστά σου. Σκηνή, πουθενά. Μα, πού θα παίξουν οι ηθοποιοί; Πρεμιέρα και τρακ Είχαμε έρθει να δούμε μια παράσταση διάρκειας μίας ώρας με τον περίεργο τίτλο «Γι’ αυτούς που βαρέθηκαν ν’ αναπνέουν απ’ το στόμα». Ηταν η πρεμιέρα και το τρακ ηθοποιών και θεατών μαζί «κρεμόταν» στον αέρα. Ηθελες όλα να πάνε καλά, γιατί και εσύ, ο θεατής, ήσουν κομμάτι αυτού που γινόταν. Δύο ηθοποιοί όλοι κι όλοι. Θα έπαιζαν μπροστά μας. Νιώθαμε ήδη ωτακουστές, ηδονοβλεψίες, αμίλητη παρέα τους. Ο Νίκος Κυριακίδης ήταν και ο συγγραφέας εκτός από συμπρωταγωνιστής της Ευτυχίας Λιβανίου. Λεπτό το λεπτό, το κείμενο, κοφτερό, έξυπνο, σε σημείο χειμαρρώδες και ευτυχώς με χιούμορ, σε έπαιρνε μαζί του. Υπήρχε ερωτισμός και ένταση και δυνατές ερμηνείες με ωραίες φωνές, σε αυτό το παλιό σαλόνι, σε ένα ξεχασμένο σπίτι της οδού που ακούει στο όνομα Αγλαονίκης, πάροδος Βουλιαγμένης, ένα χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο στην αχανή θάλασσα της Αθήνας. Είμασταν χωμένοι εκεί, σε αυτό το σπίτι του 1928, και βλέπαμε μια φρέσκια θεατρική δράση του τώρα, να ξετυλίγεται μπροστά μας, ανάσα την ανάσα, γόνατο με γόνατο, γουλιά τη γουλιά, με ποτήρια κρασί πλάι, αλλά με τις καρδιές μας να φτερουγίζουν περιέργως. «Μήπως γίνεται κάτι εδώ;». Στον «Ειλισσό», που κάποιοι από τους αναγνώστες μας θα έχουν ήδη ανακαλύψει. Σαν θέατρο τσέπης, σαν συρτάρι μνήμης, σαν μοχλός δημιουργίας, ανοιγοκλείνει για να στεγάσει ηθοποιούς, βαρύτονους ή σοπράνο, να προβάλει ξεχασμένες και δυσεύρετες ταινίες και να μας πει επιτέλους ότι όποιος θέλει μπορεί να δώσει χρώμα και χαρά και ένταση στην τυποποίηση της ψυχαγωγίας. Σε αυτό το παλιό σπίτι είχαμε γίνει μέτοχοι μιας μυσταγωγίας. Είχα πάει tabula rasa και έφυγα λίγο μουδιασμένος. Κάτι μου έλεγε ότι θα επέστρεφα. Αγλαονίκης 3 & Βουλιαγμένης 40 |
Το μικρό
είναι ωραίο Πληθαίνουν οι μικρές κυψέλες αποκεντρωμένου, εντός της πρωτευουσιάνικης Βαβέλ, θεάτρου. Ή μάλλον της αποκεντρωμένης καλλιτεχνικής προσφοράς. Ιδού, στην οδό Αγλαονίκης, στην αρχή της Λ. Βουλιαγμένης, σε ένα νεοκλασικό έχει στεγαστεί ο «Ειλισσός», ένας μικρός πολυχώρος μουσικών, εικαστικών, θεατρικών και χορευτικών εκδηλώσεων. Στεγάζει κυρίως νέους καλλιτέχνες, δίνοντας την ευκαιρία να παρουσιάσουν το έργο τους, να εκτεθούν και να κριθούν. Σ’ ένα περιβάλλον οικείο, που αποπνέει αρχοντιά και παλιό καλό γούστο, είδα τρεις μονολόγους της ποιήτριας Σιγούρου από τη συλλογή της «Αράς», σύγχρονα ψυχολογικά πορτρέτα της Χιονάτης, της Δεσποινίδας Τζούλιας του Στρίντμπεργκ και της Ιωσηφίνας του Ναπολέοντα σκηνοθετημένα με μέτρο, πάθος και γούστο από τη Ναταλία Κατσού, με χρήση δημιουργική βίντεο και θεατρικά λειτουργική μουσική του Αποστολόπουλου. Oι τρεις ταλαντούχες ηθοποιοί (Δήμητρα Βλάχου, Μαρία Κόκκαρη, Μάρω Μώρου) και η χορεύτρια Σιγαλού με λιτότητα μέσων, ωραίους ρυθμούς και σεβασμό στο κείμενο «κατέβασαν» τον ποιητικό λόγο στο ολιγομελές κοινό, λόγω χώρου, και κέρδισαν τις εντυπώσεις. Η Ναταλία Κατσού στην τρίτη της σκηνοθετική απόπειρα (είχαν προηγηθεί «Το Νυφικό» στην Πειραματική του Εθνικού και μια διασκευή των Απομνημονευμάτων της Ελισ. Μαρτινέγκου) δείχνει την εμμονή της στα σοβαρά θέματα και στη δραματουργία Λόγου _
Η σεζόν φεύγει, οι νέοι έρχονται Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ Ποιος είπε ότι υπάρχει νεκρό μεσοδιάστημα ανάμεσα στον θεατρικό χειμώνα και το θεατρικό καλοκαίρι; Ούτε μία μέρα, ούτε έναν χώρο δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτο οι μικρές, παλαιότερες αλλά καινούριες θεατρικές ομάδες, μέχρι να σφίξουν οι ζέστες. Ενα φιλόδοξο ελληνικό έργο που αφορά τη Μαρία Κάλλας, ένα κλασικό κι ένα σύγχρονο αιρετικό θα παίζονται μέχρι τα μέσα Ιουνίου. «Morendo» είναι μια ερμηνευτική οδηγία που σημαίνει «σβηστά», εννοώντας ότι η μουσική σβήνει σταδιακά. Ο όρος χρησιμοποιείται στην όπερα, κυρίως στις σκηνές θανάτου. «Μορέντο» τιτλοφορείται και το έργο που έγραψε και σκηνοθετεί η μουσική παραγωγός του «Μελωδία» Ολγα Λασκαράτου και παίζεται στο μικρό, καλόγουστο θέατρο «Ειλισσός». Σβηστά... Ενας θεατρικός μονόλογος που ερμηνεύει η Εύα Κεχαγιά και αφορά τη6 μεγάλη ντίβα του λυρικού θεάτρου, τη Μαρία Κάλλας. Το απρόβλεπτο, ενδιαφέρον κείμενο συνέτρεξαν σημαντικοί συντελεστές: η Λίνα Νικολακοπούλου στην επιμέλεια της παράστασης, ο Γιάννης Μετζικώφ στα σκηνικά-κοστούμια, η Κατερίνα Μαραγκουδάκη στους φωτισμούς, η Ζωή Χατζηαντωνίου στην κίνηση. Μόνη κι εγκαταλελειμμένη, η Κάλλας θυμάται και παραμιλά. Κλεισμένη σ' ένα δωμάτιο του διαμερίσματός της στο Παρίσι, φαντάζεται ότι βρίσκεται στο καμαρίνι περιμένοντας να βγει στη σκηνή... Πίσω απ' την πόρτα η Μπρούνα, ο άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η σκιά της, πηγαινοέρχεται χωρίς να ενοχλεί τις αναμνήσεις της: Τα παιδικά χρόνια, την οδυνηρή σχέση με τους γονείς, τις κρύες αίθουσες του Ωδείου, τα δύο σκοτεινά χρόνια της Αμερικής που όχι μόνο δεν τη βοήθησαν στην καριέρα της αλλά την έκαναν βουλιμική και υπέρβαρη, την επιστροφή και το πείσμα να τα καταφέρει, να χάσει τριάντα κιλά, να ντυθεί στους καλύτερους οίκους μόδας, να εκτινάξει τη δουλειά της στα ύψη. Η Κάλλας μιλάει για τις στιγμές πριν βγει στη σκηνή, όταν έτρεμε αναποφάσιστη στην κουίντα, για την εξάντλησή της ύστερα από μια παράσταση, για την ταύτιση με ρόλους που πίστευε πως γράφτηκαν για εκείνη: Βιολέτα, Λουτσία, Μιμί, Μανόν. Μιλάει για την Αθήνα που αγάπησε και μίσησε, τη «Μήδεια» της Επιδαύρου, την εμφάνισή της στο Ηρώδειο -προσπάθησε να την αποφύγει ζητώντας πολλά λεφτά, που όμως της πρόσφεραν- για τις εμφανίσεις της στα καλύτερα θέατρα του κόσμου. Μιλάει και για τον μεγάλο της έρωτα, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον άντρα που του συγχώρεσε τα πάντα ακόμα και το ότι δεν άντεχε να την ακούει να τραγουδάει! Μια παράσταση με αισθαντικότητα, εξαιρετικές μουσικές, ξεχωριστή ερμηνεία αλλά και ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από τη ζωή μιας μοναδικής γυναίκας. |
Το «The Theater Case» επιστρέφει
Νιάτα και φρεσκάδα μύριζε η παράσταση «The Theater Case» της Ομάδας βλακlist, σε σκηνοθεσία της Μ. Αμαραντίδη, η οποία κινείται ανάμεσα σε slapstick κωμωδία και θέατρο κλόουν. Μετά τον επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων τον Οκτώβριο, θα ξαναπαιχτεί από 5/2 στον Ειλισσό, ένα φιλόξενο χώρο τέχνης, ο οποίος στεγάζεται σ’ ένα παλιό νεοκλασικό (ο χώρος της υποδοχής με το πιάνο και το φωτισμένο παράθυρο σε μεταφέρει στην Αθήνα του ’50, ενώ στο δωμάτιο του γραφείου με τη βιβλιοθήκη μπορείς να πιεις κρασάκι και να ακούσεις μουσική από το ραδιόφωνο). Η ιστορία, που ξεκινά με μια ληστεία κι εξελίσσεται σε lovestory, δίνει την αφορμή να δημιουργηθούν κωμικοτραγικές καταστάσεις. Μέσα από μια βαλίτσα ξεπηδούν οι ηθοποιοί και μαζί τους ήχοι, εικόνες και γκαγκ. Οι Χρ. Δενδρινού, Σ. Κοβλακάς και F. Nieto-El’ Gazi, με τεχνικές σωματικού θεάτρου και αστείες μούτες, κατάφεραν να κρατήσουν για μία ώρα το ενδιαφέρον μας αμείωτο. Η παράσταση είχε έξυπνες ιδέες και αξιοθαύμαστη «κινητικότητα». Θα θέλαμε, ωστόσο, μεγαλύτερη ακρίβεια αλλά και καθαρότητα στις κινήσεις. Ιλειάνα Δημάδη [email protected] Μαρία Κρύου [email protected] Αιγαιοπελαγίτικο «τρίγωνο»
Μια απλωμένη μπουγάδα με ολόλευκα κεντήματα κι εσώρουχα... ολύμπιων θεών σε βουνό. Τρεις κατώτεροι θεοί, υπεύθυνοι του πλυσίματος, παρατηρούν μακριά και σχολιάζουν μια περίεργη ερωτική ιστορία θαλασσινής αύρας. Η ομάδα «βλακlist» διαθέτει χιούμορ (το δείχνει άλλωστε η αυτοσαρκαστική ονομασία της) και μια εξαιρετική τεχνική στη γλώσσα του σώματος παίζοντας με τους ήχους, τον αυτοσχεδιασμό. Σ' ελάχιστο χώρο σκαρώνει ένα είδος χειροποίητου θεάτρου... κινουμένων σχεδίων για νεολαίους αλλά και για ενηλίκους που δεν λησμονούν το παιδί μέσα τους. Μετά την περσινή ταχυδακτυλουργική βαλίτσα τους («The Theater Case»), οι «βλακlist» παρουσιάζουν στο μικρό νεοκλασικό στέκι τους «Ειλισσός» (Βουλιαγμένης 40 και Αγλαονίκης, Μετς) το «Νησί». Εργο εμπνευσμένο από τον αρχαιοελληνικό μύθο Αριάδνης, Θησέα και Διονύσου στη Νάξο, μεταφερμένο σ' ένα σημερινό τουριστικό αιγαιοπελαγίτικο νησί. Μια παρωδία ρεαλιστική και σουρεαλιστική για τον «τριγωνικό» έρωτα, τον οικονομικό εκμαυλισμό, τον πολιτιστικό στραβισμό, την επιστροφή στη φύση με τα καλά και τα κακά της. Συγγραφέας και σκηνοθέτης του «Νησιού» ο Κολομβιανός ηθοποιός Φεντερίκο Νιέτο-Ελ Κάζι, που ζει στην Ελλάδα κι έχει ασχοληθεί επισταμένως με το σωματικό θέατρο. Παράσταση ευφάνταστη, γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές, στην οποία παίζουν τρεις ηθοποιοί σε τρεις βασικούς ρόλους και καμιά... τριανταριά δεύτερους. Ο ζωγράφος Θησέας να ψάχνει την ωραία σύζυγό του Αριάδνη, που τον άφησε στην Αθήνα για να επιστρέψει στο νησί της, στον παλιό συμμαθητή της, το βοσκό Διονύση, που ήταν πάντα ερωτευμένος μαζί της. Ο Μαρίνος Παναγιωτάκης (Θησέας) και ο Σάββας Κοβλακάς (Διονύσης) θα σας συνεπάρουν με τις απανωτές «μεταμορφώσεις» τους (γίνονται διάφοροι χωριανοί, πρόβατα, έντομα, θάλασσα, ανέμοι κ.ά.). Θα σας γοητεύσει η ερωτόπληκτη και διχασμένη Αριάδνη της Μαρίνας Σαμάρκου, που διαθέτει εξωτική φινέτσα Σαμαρκάνδης. Ενα αλλιώτικο μαγικό «νησί» περιμένει όσους ψάχνουν ακόμη θησαυρούς στο όνειρο και τη φαντασία, τις αισθήσεις και τις επινοήσεις, στο μαγικό και στο ελάχιστο. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ Απόψε φίλα με Διαθέτοντας εύρος ρεπερτορίου (μπαρόκ μουσική, όπερα, μιούζικαλ και τζαζ) η Ελληνίδα μέτζο σοπράνο Νικόλ Κονστάντε, που τον τελευταίο χρόνο πηγαινοέρχεται για σεμινάρια κι εμφανίσεις στη Νορβηγία, εμφανίζεται αύριο και το Σαββατοκύριακο στον «Ειλισσό», στο Μετς (Αγλαονίκης 3 και Βουλιαγμένης 38, τηλ.210-9214248). Εχοντας πλάι της τον πιανίστα Διονύση Σούλη, η Κονστάντε ταξιδεύει τους θεατές στο ελαφρό τραγούδι από το 1920 έως το 1960. Είναι μια παράσταση με τίτλο «Απόψε φίλα με», βασισμένη σε μια ιδέα του Βασίλη Κρητικού, που διανθίζεται με οπτικοακουστικό υλικό εποχής. Ερμηνεύει τραγούδια από οπερέτες του Χατζηαποστόλου, συνθέσεις των Κατριβάνου, Χαιρόπουλου, Σουγιούλ, Μουζάκη, Μωράκη, Μαρκέα, Χιώτη, Πλέσσα καθώς και ξένες κινηματογραφικές επιτυχίες (πέρσι στον ίδιο χώρο ερμήνευε τραγούδια ευρωπαϊκά του μεσοπολέμου). Τι διαθέτει αυτή η παλιά εποχή και σας ελκύει; «Εχει αλήθεια, συναίσθημα και όραμα. Οι άνθρωποι ένιωθαν πως έχουν το δικαίωμα να κλαίνε, να χαίρονται και να ονειρεύονται, ακόμα κι όταν ήξεραν πως δεν θα πραγματοποιηθούν τα όνειρά τους. Η σημερινή πραγματικότητα, που 'ναι τόσο εξελιγμένη, έχει μείνει λίγο πίσω στον οραματισμό». Τα ελαφρά τραγούδια στην εποχή μας θεωρούνται ξεπερασμένα; «Ισως, γιατί τα ανθρώπινα συναισθήματα, όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η οδύνη από μια ερωτική προδοσία ή ακόμα κι ο έρωτας που εξελίσσεται σε συνήθεια αλλά ακόμα κρατάει τη σχέση, έχουν "ξεπεραστεί" στην "τηλεοπτική" μας πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα της ζωής, όμως, δεν θα ξεπεραστούν ποτέ για όσους πραγματικά έχουν νιώσει. Αυτή είναι και η γοητεία τους, η αλήθεια της καρδιάς που περιέχουν. Θυμάμαι όταν ήμουν σπουδάστρια μονωδίας κι άκουγα τα "ιερά τέρατα", τη Βέμπο, τη Δανάη και τραγούδια όπως το "Τι 'ναι αυτό που το λένε αγάπη" είχα μεγάλη λαχτάρα να δοκιμάσω τον εαυτό μου σ' αυτά. Με συγκλόνιζαν οι φωνές τους, η τελειότητα της μελωδικής γραμμής τους. Ακόμα και τώρα δεν τα έχω ξεπεράσει, μάλλον δέθηκα μαζί τους ακόμα περισσότερο». Σε τι διαφέρουν σε σχέση με τα σημερινά ; «Οι στίχοι τους βάζουν το μαχαίρι πιο βαθιά στην καρδιά. Το ελαφρό τραγούδι είναι... βαρύ αν το συγκρίνεις με το σύγχρονο. Δημιουργοί και ακροατές της εποχής ήταν "λαός", δεν εκτονώνονταν σε τόσα διαφορετικά - καταναλωτικά επίπεδα, όπως εμείς. Τον έρωτα τον ήθελαν βαθύ και "ισοπεδωτικό" για ν' αποκτάει νόημα η ζωή τους». Εχετε ασχοληθεί παράλληλα με ζωγραφική, αγιογραφία. Οι προτεραιότητές σας; «Θέλω να είμαι χρήσιμη και να προσφέρω σε ό,τι κι όπου μπορώ. Η τέχνη είναι ένα ιδανικό που με κρατάει σε εγρήγορση, αλλά δεν είναι σημαντικότερη από την ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή». * Επόμενες εμφανίσεις της στον ίδιο χώρο: 27 και 28 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣ _ |